υπερφορτίζω

υπερφορτίζω
Ν [φορτίζω]
1. (ηλεκτρολ.) φορτίζω με ηλεκτρικό φορτίο μεγαλύτερο από το κανονικό
2. υπερφορτώνω, παραφορτώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερφορτίζω — υπερφόρτισα, υπερφορτίστηκα, υπερφορτισμένος, τροφοδοτώ κάτι (μηχάνημα κτλ.) με υπερβολική ποσότητα ηλεκτρικού ρεύματος, υπερφορτώνω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταφορτώνω — (Μ καταφορτῶ, όω) (κυριολ. και μτφ.) φορτώνω βαριά, παραφορτώνω, υπερφορτίζω …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερφορτώνω — ὑπερφορτῶ, όω, ΝΜ υπερφορτίζω, τοποθετώ βάρος περισσότερο από το κανονικό ή το επιτρεπόμενο, παραφορτώνω …   Dictionary of Greek

  • υπερφόρτιση — η, Ν 1. (ηλεκτρολ.) κατάσταση λειτουργίας κατά την οποία μια μηχανή ή συσκευή δέχεται φορτίο μεγαλύτερο τού κανονικού, με αποτέλεσμα η ένταση τού ηλεκτρικού ρεύματος να υπερβαίνει την κανονική της τιμή, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ή και …   Dictionary of Greek

  • υπερφορτώνω — υπερφόρτωσα, υπερφορτώθηκα, υπερφορτωμένος, φορτώνω υπερβολικά, παραφορτώνω, υπερφορτίζω: Υπερφορτώθηκε το φορτηγό αυτοκίνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”